νηκτικά

νηκτικά
νηκτικός
able to swim
neut nom/voc/acc pl
νηκτικά̱ , νηκτικός
able to swim
fem nom/voc/acc dual
νηκτικά̱ , νηκτικός
able to swim
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νηκτικός — ή, ό 1. αυτός που κολυμπά, που είναι κατάλληλος για κολύμπι: Τα νηκτικά πουλιά έχουν ανάμεσα στα δάχτυλα μεμβράνες. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., νηκτικά τάξη πουλιών που μπορούν να κολυμπούν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κόλλα — Γενική ονομασία για οποιαδήποτε ουσία έχει την ιδιότητα να προσκολλάται σε διάφορα αντικείμενα και να τα συγκρατεί με σταθερό τρόπο· ο όρος αναφέρεται, κυρίως, σε εκείνες τις ουσίες που προέρχονται από οργανικές ενώσεις, και συγκεκριμένα από… …   Dictionary of Greek

  • νηκτικός — ή, ό (Α νηκτικός, ή, όν) [νήκτης] 1. αυτός που μπορεί να κολυμπά ή ο ικανός και επιδέξιος στην κολύμβηση 2. αυτός που είναι χρήσιμος στην κολύμβηση, αυτός που υποβοηθεί ή συντελεί στην κολύμβηση νεοελλ. 1. φρ. α) «νηκτική κύστη» ζωολ. γεμάτη… …   Dictionary of Greek

  • υδροπόρος — (hydroporus). Γένος κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας των Δυτισκιδών. Περιλαμβάνει πολυάριθμα είδη, από τα οποία πάνω από εκατό απαντούν στην Ευρώπη, κυρίως στις εύκρατες ζώνες. Πρόκειται για σκαθάρια μικρά, με ωοειδές ή επίμηκες σώμα και πίσω… …   Dictionary of Greek

  • φωλία — Το κατάλυμα, η κατοικία, που κατασκευάζουν πολλά ζώα, για να προφυλαχθούν από τις καιρικές μεταβολές και από τους εχθρούς τους, κυρίως όμως για να γεννήσουν και αναθρέψουν εκεί τους απογόνους τους. Φ. φτιάχνουν πολλά θηλαστικά, κυρίως τα τρωκτικά …   Dictionary of Greek

  • φωλιά — Το κατάλυμα, η κατοικία, που κατασκευάζουν πολλά ζώα, για να προφυλαχθούν από τις καιρικές μεταβολές και από τους εχθρούς τους, κυρίως όμως για να γεννήσουν και αναθρέψουν εκεί τους απογόνους τους. Φ. φτιάχνουν πολλά θηλαστικά, κυρίως τα τρωκτικά …   Dictionary of Greek

  • ζωολογικός κήπος — Χώρος συγκέντρωσης ζώων, γενικά εξωτικών, που εκτρέφονται σε περιβάλλοντα με συνθήκες όσο το δυνατόν όμοιες με αυτές των περιοχών προέλευσής τους. Οι σημερινοί ζ.κ., οργανωμένοι με κριτήρια που αποκτήθηκαν ιδιαίτερα τον 19o αι., δεν έχουν μόνο… …   Dictionary of Greek

  • κητώδη — Τάξη υδροβίων, σαρκοφάγων θηλαστικών, με ιχθυόμορφο σώμα. Περιλαμβάνει περίπου 80 είδη. Τα κ. είναι θαλάσσια, με εξαίρεση ορισμένα είδη δελφινιών και πλατανιστιδών, που ζουν στους μεγάλους ποταμούς της Ασίας και της Αμερικής. Τα σύγχρονα κ.… …   Dictionary of Greek

  • πλησιόσαυρος — (plesiosaurus). Γένος σαυροπτερύγιων ερπετών που έχουν εκλείψει. Έζησαν από την τριάσια ως την κρητιδική περίοδο. Το σώμα τους είχε μήκος ως 15 μ. και 100 150 σπόνδυλους με επίπεδες αρθρωτές επιφάνειες. Χαρακτηρίζονταν από μικρό κεφάλι σαύρας,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”